- Ἰακώβου
- Ἰάκωβοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη … Dictionary of Greek
Επιστολή Ιακώβου — Καθολική επιστολή της Καινής Διαθήκης. Γράφτηκε, πιθανότατα, στο διάστημα μεταξύ 40 και 62 μ.Χ., από τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, που αναφέρεται ως αδελφός του Ιησού και ο οποίος διετέλεσε πρώτος επίσκοπος των Ιεροσολύμων. Η επιστολή απευθύνεται… … Dictionary of Greek
Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… … Dictionary of Greek
Στούαρτ — (Stuart). Οικογένεια που έδωσε 14 ηγεμόνες στη Σκοτία και 6 στη Μεγάλη Βρετανία, της οποίας ο γενάρχης πήρε από τον Ερρίκο A’ το φέουδο του Οσουέστρι (Στρόπσαϊρ). Ο δευτερότοκος γιος του Γουόλτερ Φιτσάλαν (πέθανε το 1177) μετοίκησε στη Σκοτία,… … Dictionary of Greek
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
ιακωβίτες — Χριστιανοί οπαδοί του Σύρου μοναχού Ιάκωβου Βαραδαίου, επισκόπου Εδέσσης, ο οποίος ίδρυσε κατά τα μέσα του 6ου αι. τη μονοφυσιτική Εκκλησία της Συρίας και του Ιράκ, η οποία είχε αποσπαστεί από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία. Σήμερα οι ι. αριθμούν… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek